επικαίριος

επικαίριος
ἐπικαίριος, -ον (Α) [επίκαιρος]
1. επίκαιρος*
2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.)
3. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός
4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι
τα σπουδαιότερα πρόσωπα τού στρατού (Ξεν.)
5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η θεραπεία τους έχει μεγάλη σπουδαιότητα (Ξεν.)
6. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός, καίριος.
επίρρ...
ἐπικαιρίως
σε επίκαιρη, πρόσφορη θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαιριώτερον — ἐπικαίριος conveniently masc acc comp sg ἐπικαίριος conveniently neut nom/voc/acc comp sg ἐπικαίριος conveniently adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιριώτατα — ἐπικαίριος conveniently adverbial superl ἐπικαίριος conveniently neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρίως — ἐπικαίριος conveniently adverbial ἐπικαίριος conveniently masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιριωτάταις — ἐπικαίριος conveniently fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιριωτάτη — ἐπικαίριος conveniently fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιριωτάτους — ἐπικαίριος conveniently masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιριώταται — ἐπικαίριος conveniently fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρίοις — ἐπικαίριος conveniently masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρίους — ἐπικαίριος conveniently masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρίων — ἐπικαίριος conveniently masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”