- επικαίριος
- ἐπικαίριος, -ον (Α) [επίκαιρος]1. επίκαιρος*2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.)3. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοιτα σπουδαιότερα πρόσωπα τού στρατού (Ξεν.)5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η θεραπεία τους έχει μεγάλη σπουδαιότητα (Ξεν.)6. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός, καίριος.επίρρ...ἐπικαιρίωςσε επίκαιρη, πρόσφορη θέση.
Dictionary of Greek. 2013.